φίστουλας

φίστουλας
ο, Ν
συρίγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fistula «σωλήνας, συρίγγιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φίστουλας — ο (λ. λατ.), εξόγκωμα, συρίγγιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρίγγιο — (Ιατρ.). Πόρος που παρέχει δίοδο σε παθολογικό υγρό από κάποια κοιλότητα οργάνου του σώματος στην επιφάνεια του σώματος ή του βλεννογόνου. Συνήθως μοιάζει με στενή δίοδο που καλύπτεται από επιθήλια ή κοκκιώματα με συνεχή έκκριση (πύου, χολής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”